πατρίς

πατρίς
πατρῐς (-ίδι, -ίδα).)
1 homeland ἴδε πατρίδα πολυκτέανον βαθὺν εἰς ὀχετὸν ἄτας ἵζοισαν ἑὰν πόλιν i. e. the city of Augeas O. 10.36ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” P. 4.98 στεφάνους ἓξ ὤπασεν Κάδμου στρατῷ ἐξ ἀέθλων, καλλίνικον πατρίδι κῦδος Thebes I. 1.12

ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μοναρχεῖν Ἄργει Pae. 4.29

ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθα[ν (ἀγάλλειν e. g. supp. Snell) fr. 215a. 6.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πατρίς — of one s fathers fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. — πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ’ ἵν’ ἂν πράττῃ τις εὖ. См. Отчизна там, где любят нас …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • πατρίς — I Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Hμαθίας. Βρίσκεται στα βόρεια της Βέροιας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (13 τ. χλμ.). II Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. Aξιολογότερη ήταν η καθημερινή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1891 στο Βουκουρέστι από… …   Dictionary of Greek

  • Λουμούμπα, Πατρίς Εμερζί — (Patrice Emergy Lumumba, Οναλούα, Βελγικό Κονγκό 1925 – Κατάνγκα, Κονγκό 1961). Κονγκολέζος πολιτικός, πρώτος πρωθυπουργός της Δημοκρατίας του Κονγκό [σημερινή Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό] (Ιούνιος Σεπτέμβριος 1960). Καταγόταν από τη φυλή… …   Dictionary of Greek

  • Μακ Μαόν, Μαρί Εντμέ Πατρίς Μορίς — (Marie Edme Patrice Maurice MacMahon, Σιλί 1808 – Σατό ντε Λα Φορέ, Λουάρ 1893). Γάλλος στρατάρχης και πολιτικός, πρόεδρος της Γαλλίας (1873 79). Πέρασε μεγάλο μέρος της στρατιωτικής του σταδιοδρομίας στην Αλγερία, αλλά το 1855 τοποθετήθηκε στην… …   Dictionary of Greek

  • πατρίδα — πατρίς of one s fathers fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδας — πατρίς of one s fathers fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδες — πατρίς of one s fathers fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδι — πατρίς of one s fathers fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδος — πατρίς of one s fathers fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πατρίδων — πατρίς of one s fathers fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”